σπλαχνικός

σπλαχνικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αισθάνεται οίκτο, πονόψυχος: Είναι σπλαχνικός άνθρωπος και θα σε λυπηθεί. – Μου φέρθηκε σπλαχνικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπλαχνικός — ή, ό, Ν βλ. σπλαγχνικός …   Dictionary of Greek

  • σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… …   Dictionary of Greek

  • ανίλεως — (I) ἀνίλεως, ων βλ. ανήλεος. (II) κ. ἀνήλεος, η, ο (AM ἀνίλεως, ων μσν. και ἀνήλεος, ον) ο ανηλεής, ο δίχως έλεος, ο άσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιων. αττ. ίλεως «ευμενής, σπλαχνικός»] …   Dictionary of Greek

  • ανεύσπλαγχνος — η, ο σκληρός, ανοικτίρμονας, μη σπλαχνικός …   Dictionary of Greek

  • ελεητής — ο (θηλ. ελεήτρια, η) σπλαχνικός, πονόψυχος …   Dictionary of Greek

  • εσπλαχνικός — ή, ό και σπλαχνικός, ή, ό ευσπλαχνικός …   Dictionary of Greek

  • ευσπλαγχνικός — και ευσπλαχνικός και σπλαχνικός, ή, ό (Μ εὐσπλαγχνικὸς και εὐσπλαχνικός, ή, ον) [εύσπλαγχνος] φιλεύσπλαγχνος, συμπονετικός …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτης — ο θηλ. Σαμαρείτισσα και Σαμαρείτιδα 1. αυτός που κατάγεται από τη Σαμάρεια. 2. μτφ., φιλάνθρωπος, σπλαχνικός: Μην παρασταίνεις τον καλό Σαμαρείτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυέλεος — η, ο ο πολύ σπλαχνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυεύσπλαχνος — η, ο ο πολύ σπλαχνικός, πολυέλεος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”